- Ναΐαρχος
- Ναΐ-αρχος, ὁ, perh.A warden of temple of Zeus Νάϊος, SIG1206.7 ([place name] Dodona).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναΐαρχος — ναΐαρχος, ὁ (Α) επιστάτης, φύλακας τού ναού τού Ναΐου Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νάϊος + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυρί αρχος] … Dictionary of Greek